- Θράσους
- Θράσεοςneut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θράσους — θράσος courage neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συοβοιωτοί — οἱ, Α 1. προσωνυμία τών Βοιωτών λόγω τής τραχύτητας αλλά και τού θράσους που τούς χαρακτήριζε 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ Βοιωτοὶ σύες». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + Βοιωτοί] … Dictionary of Greek
ωθίζω — Α 1. ωθώ, σπρώχνω 2. μέσ. ὠθίζομαι α) συνωστίζομαι β) ορμώ («οὗ δὲ πλείων ὁ κίνδυνος, ὁμόσε χωρεῑν καὶ ὠθίζεσθαι, ἀλλὰ μὴ κατέχεσθαι θράσους», Γρηγ. Ναζ.) γ) μτφ. φιλονικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠθῶ, κατά τα αἰνῶ: αἰνίζομαι, κομῶ: κομίζω] … Dictionary of Greek
Καρτούς, Λουί Ντομινίκ Μπουργκινιόν — (Louis Dominique Bourguignon Cartouche, 1693 – 1721). Διαβόητος Γάλλος κακοποιός. Ήταν γιος βαρελοποιού. Στην παιδική του ηλικία γνώρισε μια συμμορία Τσιγγάνων, από τους οποίους μυήθηκε στον υπόκοσμο. Σε ηλικία 24 ετών συγκρότησε δική του… … Dictionary of Greek
θερσιτικός — ή, ό που έχει τα ελαττώματα του Θερσίτη (πρόσωπο της Ιλιάδας, πρότυπο θρασύτητας και δειλίας), που έχει τα γνωρίσματα του θράσους και της δειλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόλμημα — το, ατος 1. τολμηρή πράξη, ηρωισμός, παλικαριά: Παρασημοφορήθηκε για το τόλμημά του. 2. πράξη θράσους, αναίδειας: Ήταν τόλμημα που μίλησε έτσι στον υπουργό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)